- ταχυδρομίζω
- Νταχυδρομώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχυδρομίζω — βλ. ταχυδρομώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχυδρόμιση — η, Ν [ταχυδρομίζω] ταχυδρόμηση … Dictionary of Greek
ταχυδρόμισμα — το, Ν [ταχυδρομίζω] ταχυδρόμιση … Dictionary of Greek
ταχυδρομώ — ταχυδρόμησα, ταχυδρομήθηκα, και ταχυδρομίζω ταχυδρόμισα, στέλνω κάτι με το ταχυδρομείο, ρίχνω επιστολή στο γραμματοκιβώτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)